- λαμπυρίζω
- λαμπύρισα, αμτβ., φωσφορίζω, ακτινοβολώ φως που δεν είναι σταθερό: Τα άστρα λαμπυρίζουν τη νύχτα στον ουρανό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαμπυρίζω — λαμπυρίζω, λαμπύρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λαμπυρίζω — (AM λαμπυρίζω) [λαμπυρίς] 1. ακτινοβολώ με διακοπές, φωσφορίζω, βγάζω αδύναμες λάμψεις που αναβοσβήνουν («κερήθρα που λαμπυρίζει απάνω της κρεμάμενο το φως», Ζερβ.) νεοελλ. 1. (γενικά) ακτινοβολώ 2. φωτίζω αρχ. φέγγω σταθερά … Dictionary of Greek
λαμπυρίζον — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act masc voc sg λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυρίζοντα — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act neut nom/voc/acc pl λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυριζομένους — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυριζούσης — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυρίζειν — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυρίζουσα — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυρίζουσαν — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπυρίζων — λαμπυρίζω shine like a glow worm pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)